στασιωτικος

στασιωτικος
    στασιωτικός
    στᾰσιωτικός
    3
    мятежный, бунтарский
    

(λόγοι Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στασιωτικος" в других словарях:

  • στασιωτικός — inclined to faction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτικός — ή, όν, Α [στασιώτης] 1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.) 2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • στασιωτικά — στασιωτικός inclined to faction neut nom/voc/acc pl στασιωτικά̱ , στασιωτικός inclined to faction fem nom/voc/acc dual στασιωτικά̱ , στασιωτικός inclined to faction fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτικῶν — στασιωτικός inclined to faction fem gen pl στασιωτικός inclined to faction masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτικόν — στασιωτικός inclined to faction masc acc sg στασιωτικός inclined to faction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτικοῖς — στασιωτικός inclined to faction masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτικοί — στασιωτικός inclined to faction masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτικῆς — στασιωτικός inclined to faction fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιωτικῶς — στασιωτικός inclined to faction adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»